-
1 ωλένη
ὠλένηelbow: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὠλένηelbow: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ὠλένη
Βλ. λ. ωλένη -
3 ὠλένῃ
Βλ. λ. ωλένη -
4 ὠλένη
ὠλέν-η, ἡ,A elbow, or rather the arm from the elbow downwards (cf.ὦμος 1.1
), h.Merc. 388, A.Pr.60, S.Tr. 926, etc.;περίβαλλ' ὠλένας Ar.Ra. 1322
(lyr.): freq. in E., ὠλέναις, ἐν ὠλέναισιν φέρειν, HF 1381, Ba. 1238; ;ὠλέναις λαβεῖν Ba. 1125
codd.; ;φίλην ὀρέξετ' ὠλένην; Med. 902
; (lyr., cf. 307, 311); ; ὠ. ἄκραι the hands, IT 283; ἴσας δέ μοι ψήφους διηρίθμησε Παλλὰς ὠλένῃ is dub. l. ib. 966: in later Prose, Luc.D Deor.20.10, al. (of the wing-bone of a bird, Id.Icar.3): Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.2 στεφάναι is glossed by αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι, Hsch. -
5 ὠλήν
A = βραχίων, Suid. s.vv. ὠλένη (where gen. ὠλῆνος ) and ὠλήν: esp. in sense mat (cf.ὠλένη 3
),ἐὰν ἐκ τῆς καλάμης ὠλένας ποιήσας κύκλῳ περὶ τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς Ph.Bel.88.4
(cf. ὄλινοι· κριθῆς δεσμοί, Hsch.): ὠλένων δορωσίμων mentioned in brick-building accounts, PPetr.3p.139 (iii. B.C.); also fem.,τὰς ὠλένας τοῦ ἐλαιουργίου διπλᾶς ποίησον PFay.110.29
(i A. D.), cf. Jahresh.26 Beibl.54 (Ephes., i A. D., ὀλένας lapis): they were straw mats used to bind together layers of bricks, καλαμίδας τὰς νῦν λεγομένας ὠλένας, ἐπεὶ ἀπὸ καλάμων γίνονται, ἢ τοὺς θηλυκοὺς καλάμους τοὺς πρὸς σύνδεσμον τῶν πλινθίνων καταστρωμάτων τῆς οἰκοδομίας (AB 269, cf. EM485.30): ὠλένες in pl. = matting for a roof, Hsch. s.v. κόνυζα ( ὠλένων cod., rightly). -
6 ωλέναι
-
7 ὠλέναι
-
8 ωλένας
-
9 ὠλένας
-
10 ωλένηι
-
11 ὠλένηι
-
12 ωλενών
-
13 ὠλενῶν
-
14 ωλέναις
-
15 ὠλέναις
-
16 ωλέναισ'
-
17 ὠλέναισ'
-
18 ωλέναισι
-
19 ὠλέναισι
-
20 ωλέναισιν
См. также в других словарях:
ὠλένη — elbow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένῃ — ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
ωλένη — η στην ανατομία, το ένα από τα δύο οστά του πήχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένηι — ὠλένῃ , ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναις — ὠλένη elbow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναισι — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναισιν — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένην — ὠλένη elbow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)